λέγουσα — λέγω 1 lay pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) λέγω 2 pick up pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) λέγω 3 lay pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεγούσας — λεγούσᾱς , λέγω 1 lay pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) λεγούσᾱς , λέγω 1 lay pres part act fem gen sg (doric) λεγούσᾱς , λέγω 2 pick up pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) λεγούσᾱς , λέγω 2 pick up pres part act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέγουσ' — λέγουσα , λέγω 1 lay pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) λέγουσι , λέγω 1 lay pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) λέγουσι , λέγω 1 lay pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) λέγουσαι , λέγω 1 lay pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
приложити — Приложить приложити (1) ● Приложити главу лишиться жизни, умереть: Хощу бо, рече, копіе приломити конець поля Половецкаго, съ вами, Русици, хощу главу свою приложити, а любо испити шеломомь Дону. 6. глава (вып. 1, стр. 155) … Словарь-справочник "Слово о полку Игореве"
μορμολύττομαι — (ΑΜ) 1. τρομάζω κάποιον, εκφοβίζω, φοβίζω («πότερα Λυδὸν ἢ Φρύγα ταὐτὶ λέγουσα μορμολύττεσθαι δοκεῑς;», Αριστοφ.) 2. φοβάμαι, σκιάζομαι, τρέμω («τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μορφώ με εκφραστική παρέκταση λυττ (πρβλ.… … Dictionary of Greek
σαφής — ές, ΝΜΑ 1. (για λόγο ή νόημα) ευκρινής, εναργής, καθαρός, εύκολα εννοούμενος (α. «η άποψή του δεν ήταν καθόλου σαφής» β. «σοί τοι λέγουσα παύεται σαφῆ λόγον», Αισχύλ.) 2. φρ. «σοφόν το σαφές» η σαφήνεια τού λόγου και τών νοημάτων είναι γνώρισμα… … Dictionary of Greek
τήθη — και τηθή, ἡ, ΜΑ και ιων. τ. τῆθα, Α 1. γιαγιά (α. «Λυσαρέτης τῆς ἐμῆς τήθης», Δημοσθ. β. «πάππους τε καὶ τηθάς», Πλατ.) 2. τροσός, παραμάνα («τῇ ὅθεν καὶ τήθη ἡ λέγουσα δέξαι, θήλασον », Σχόλ.Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται, κατά την επικρατέστερη άποψη … Dictionary of Greek